σκόρπισμα

σκόρπισμα
το
1. διασπορά: Ασχολήθηκε με το σκόρπισμα του λιπάσματος στο χωράφι.
2. κατασπατάληση: Είναι υπεύθυνος για το σκόρπισμα της περιουσίας του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκόρπισμα — το, ΝΜ, και σκρόπισμα Ν [σκορπίζω] (ιδίως για χρηματικά ποσά) αλόγιστη χρήση και σπατάλη, κατασπατάληση νεοελλ. 1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα τού σκορπίζω, η διάλυση και η διασπορά ενός συνόλου στα μέρη που τό συγκροτούν, διασκορπισμός …   Dictionary of Greek

  • διαφόρηση — η (Α διαφόρησις) 1. διασπορά, σκόρπισμα 2. άφθονη εφίδρωση αρχ. 1. αρπαγή, κλέψιμο 2. εξάτμιση, διάλυση 3. εξάντληση 4. αμφιβολία, ενδοιασμός, αμηχανία …   Dictionary of Greek

  • δροσολόγημα — το [δροσολογώ] 1. δρόσισμα, σκόρπισμα δροσιάς 2. πνοή, φύσημα δροσερού αέρα …   Dictionary of Greek

  • θρύψη — η (Α θρύψις, εως) [θρύπτω] 1. συντριβή, τσάκισμα 2. μαλθακότητα, τρυφηλότητα αρχ. 1. (για αέρα) το σκόρπισμα 2. ασέλγεια, ασωτία 3. καλλωπισμός …   Dictionary of Greek

  • κατασκόρπισμα — το [κατασκορπίζω] 1. σκόρπισμα πραγμάτων εδώ κι εκεί 2. κατασπατάληση, ξόδεμα χωρίς περίσκεψη …   Dictionary of Greek

  • μοναξιά — η (ΑΜ μοναξιά, Μ και μοναξά και μονάξια και μοναξιά) 1. κατάσταση ανθρώπου που ζει απομονωμένος («μα τη ζωή τσι μοναξάς αγάπα κι ήρεσέ ντου», Ερωτόκρ.) 2. ακατοίκητος τόπος, ερημική τοποθεσία, απόμερο, απόκεντρο μέρος («σαν το σκόρπισμα τού… …   Dictionary of Greek

  • ρίπισμα — (I) το / ῥίπισμα, ίσματος, ΝΑ [ῥιπίζω] φύσημα με ριπίδιο. (II) το, Ν 1. έκχυση, άδειασμα υγρού 2. διασκορπισμός, σκόρπισμα …   Dictionary of Greek

  • σκέδαση — η / σκέδασις, άσεως, ΝΑ [σκεδάννυμι] σκόρπισμα, διασκορπισμός («σκέδασις ὕδατος», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. φυσ. α) η μεταβολή τής διεύθυνσης ενός κινούμενου σωματιδίου ως αποτέλεσμα τής σύγκρουσής του με ένα άλλο σωματίδιο β) η διαδικασία τής… …   Dictionary of Greek

  • σκορπισμός — ο, ΝΜΑ [σκορπίζω] διασκόρπιση, σκόρπισμα …   Dictionary of Greek

  • σκορπιστός — ή, ό / σκορπιστός, ή, όν, ΝΜΑ [σκορπίζω] αυτός που έχει σκορπιστεί, που έχει διαλυθεί και έχει πεταχθεί εδώ κι εκεί χωρίς τάξη, διασκορπισμένος νεοελλ. αυτός που γίνεται με σκόρπισμα. επίρρ... σκορπιστά Ν σκόρπια, εδώ κι εκεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”