σκόρπισμα — το, ΝΜ, και σκρόπισμα Ν [σκορπίζω] (ιδίως για χρηματικά ποσά) αλόγιστη χρήση και σπατάλη, κατασπατάληση νεοελλ. 1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα τού σκορπίζω, η διάλυση και η διασπορά ενός συνόλου στα μέρη που τό συγκροτούν, διασκορπισμός … Dictionary of Greek
διαφόρηση — η (Α διαφόρησις) 1. διασπορά, σκόρπισμα 2. άφθονη εφίδρωση αρχ. 1. αρπαγή, κλέψιμο 2. εξάτμιση, διάλυση 3. εξάντληση 4. αμφιβολία, ενδοιασμός, αμηχανία … Dictionary of Greek
δροσολόγημα — το [δροσολογώ] 1. δρόσισμα, σκόρπισμα δροσιάς 2. πνοή, φύσημα δροσερού αέρα … Dictionary of Greek
θρύψη — η (Α θρύψις, εως) [θρύπτω] 1. συντριβή, τσάκισμα 2. μαλθακότητα, τρυφηλότητα αρχ. 1. (για αέρα) το σκόρπισμα 2. ασέλγεια, ασωτία 3. καλλωπισμός … Dictionary of Greek
κατασκόρπισμα — το [κατασκορπίζω] 1. σκόρπισμα πραγμάτων εδώ κι εκεί 2. κατασπατάληση, ξόδεμα χωρίς περίσκεψη … Dictionary of Greek
μοναξιά — η (ΑΜ μοναξιά, Μ και μοναξά και μονάξια και μοναξιά) 1. κατάσταση ανθρώπου που ζει απομονωμένος («μα τη ζωή τσι μοναξάς αγάπα κι ήρεσέ ντου», Ερωτόκρ.) 2. ακατοίκητος τόπος, ερημική τοποθεσία, απόμερο, απόκεντρο μέρος («σαν το σκόρπισμα τού… … Dictionary of Greek
ρίπισμα — (I) το / ῥίπισμα, ίσματος, ΝΑ [ῥιπίζω] φύσημα με ριπίδιο. (II) το, Ν 1. έκχυση, άδειασμα υγρού 2. διασκορπισμός, σκόρπισμα … Dictionary of Greek
σκέδαση — η / σκέδασις, άσεως, ΝΑ [σκεδάννυμι] σκόρπισμα, διασκορπισμός («σκέδασις ὕδατος», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. φυσ. α) η μεταβολή τής διεύθυνσης ενός κινούμενου σωματιδίου ως αποτέλεσμα τής σύγκρουσής του με ένα άλλο σωματίδιο β) η διαδικασία τής… … Dictionary of Greek
σκορπισμός — ο, ΝΜΑ [σκορπίζω] διασκόρπιση, σκόρπισμα … Dictionary of Greek
σκορπιστός — ή, ό / σκορπιστός, ή, όν, ΝΜΑ [σκορπίζω] αυτός που έχει σκορπιστεί, που έχει διαλυθεί και έχει πεταχθεί εδώ κι εκεί χωρίς τάξη, διασκορπισμένος νεοελλ. αυτός που γίνεται με σκόρπισμα. επίρρ... σκορπιστά Ν σκόρπια, εδώ κι εκεί … Dictionary of Greek